-
1 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
2 камера
-ы θ.1. δωμάτιο, θάλαμος ειδικός• κάμαρα•тюремная камера κελί φυλακής•
одиночная камера απομονωτήριο φυλακής•
дезинфекционная απολυμαντήριο•
камера хранения багажа, αποθήκη αποσκευών σιδηρ. σταθμού.
2. αεροθάλαμος, σαμπρέλα. || (τεχ.) θάλαμος.3. (φωτογρ.) σκοτεινός θάλαμος.